- δίφορος
- -η, -ο (AM δίφορος, -ον)1. (για φυτά) αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο, δίκαρποςνεοελλ.1. (για καρπούς) αυτός που προέρχεται από τη δεύτερη καρποφορία τού δέντρου2. (για τους μεταξοσκώληκες) εκείνος που αναπαράγεται δύο φορές τον χρόνοαρχ.1. όποιος έχει δύο ειδών καρπούς2. εκείνος που καταβάλλει δύο φορές μισθό.
Dictionary of Greek. 2013.